- φρυγανοειδής
- -ές, Αφρυγανώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγανον + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρυγανοειδής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φρυγανοειδές — φρυγανοειδής masc/fem voc sg φρυγανοειδής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερείκη — (erica). Επιστημονική ονομασία θάμνου της οικογένειας των ερεικιδών, γνωστού κυρίως με την ονομασία ρείκι. Υπάρχουν δύο κυρίως είδη ε., γνωστά με την επιστημονική ονομασία ερείκη η σακχαρώδης και ερείκη η δενδρώδης. * * * η (AM ἐρείκη και ἐρίκη)… … Dictionary of Greek
υπέρεικος — ὁ, και ὑπέρεικον, τὸ, Α ονομασία φρυγανοειδούς θάμνου, αλλ. ἀνδρόσαιμον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἐρείκη «ρείκι, φρυγανοειδής θάμνος». Η λ. απαντά και ως ουδ. ὑπέρεικον και με τη γρφ. ὑπερικόν*] … Dictionary of Greek